σαγιάρω

σαγιάρω
Ν
1. ναυτ. προωθώ το μεσαίο ιστίο τού προβόλου
2. (η προστ.) σάγια!
ναυτικό κέλευσμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προτείνω — ΝΜΑ [τείνω] 1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν ὑπολύσω», Αριστοφ.) 2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα… …   Dictionary of Greek

  • σαγιάρισμα — το, Ν [σαγιάρω] ναυτ. προώθηση τού μεσαίου ιστίου τού προβόλου ιστιοφόρου πλοίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”